- κατάλυμα
- 1) logement2) abri
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κατάλυμα — lodging neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάλυμα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδος του νομού Φθιώτιδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελάτειας. * * * το (AM κατάλυμα) [καταλύω] στεγασμένος χώρος στον οποίο μπορεί κάποιος να καταλύσει προσωρινά, σταθμός… … Dictionary of Greek
κατάλυμα — το, ατος ο τόπος όπου μπορεί κανείς να καταλύσει πρόσκαιρα, σταθμός: Δε βρήκαν κατάλυμα στο χωριό αυτό και προχώρησαν στο άλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταλυμάτων — κατάλυμα lodging neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλύμασι — κατάλυμα lodging neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλύμασιν — κατάλυμα lodging neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλύματα — κατάλυμα lodging neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλύματι — κατάλυμα lodging neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλύματος — κατάλυμα lodging neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… … Dictionary of Greek
επισταθμεύω — (AM ἐπισταθμεύω) [σταθμεύω] 1. σταθμεύω, καταλύω σ’ έναν τόπο 2. καταλύω κατά τη διάρκεια πορείας («τοὺς οἴκους ἐξέτριψεν ὕβρει καὶ πλεονεξίᾳ τῶν ἐπισταθμευόντων», Πλούτ.) αρχ. 1. προσφέρω κατάλυμα και τροφή 2. παθ. ἐπισταθμεύομαι χρησιμοποιούμαι … Dictionary of Greek